Άκομψος στα δανικά

Μετάφραση: άκομψος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klodset, klodsede, uskønne, uskøn
Άκομψος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άκομψος

άκομψος λεξικό γλώσσας δανικά, άκομψος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άκαμπτος στα δανικά - stiv, stive, stift, fast, faste
  • άκαρπος στα δανικά - forgæves, frugtesløse, frugtesløs, frugtesløst, resultatløs
  • άκρη στα δανικά - rand, bred, kant, kanten, udkanten, tværs
  • άκρο στα δανικά - medlem, lem, ende, udgangen, slutningen, enden, afslutningen
Τυχαίες λέξεις
Άκομψος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klodset, klodsede, uskønne, uskøn