Άκομψος στα ισλανδικά
Μετάφραση: άκομψος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ungainly
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άκομψος
άκομψος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άκομψος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- άκαμπτος στα ισλανδικά - stíf, stífur, stíft, hörðu, stífir
- άκαρπος στα ισλανδικά - árangurslausar, árangurslaus, fyrirsjáanlega árangurslaus, fyrirsjáanlega árangurslaus að, árangurslausar
- άκρη στα ισλανδικά - jaðar, brún, röð, brúnin, barmur, brúnar
- άκρο στα ισλανδικά - enda, endir, lok, hætta
Τυχαίες λέξεις
Άκομψος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ungainly
Μεταφράσεις: ungainly