Tiltrække στα ελληνικά
Μετάφραση: tiltrække, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισύρω, έλκω, τραβώ, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Μεταφράσεις
- tiltage στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, διεκδικώ άδικως, οικειοποιηθεί, οικειοποιηθεί ένα, διεκδικούν αυθαίρετα, σφετερίζονται
- tiltagende στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
- tiltrækning στα ελληνικά - θέαμα, έλξη, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση
- time στα ελληνικά - καιρός, φορά, χρόνος, μάθημα, ώρα, ωρών, ώρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Tiltrække στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισύρω, έλκω, τραβώ, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Μεταφράσεις: επισύρω, έλκω, τραβώ, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν