Έμφαση στα δανικά
Μετάφραση: έμφαση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμφαση
φροντιστήρια έμφαση, έμφαση συνώνυμα, έμφαση στα αγγλικά, φιλελεύθερη έμφαση, έμφαση ετυμολογία, έμφαση λεξικό γλώσσας δανικά, έμφαση στα δανικά
Μεταφράσεις
- έμπορας στα δανικά - grosserer, købmand, handlende, handelsskibe, købmanden, merchant
- έμπορος στα δανικά - forhandler, forhandleren, forhandler af
- έμψυχος στα δανικά - animere, animerer, at animere, animeres, animate
- ένα στα δανικά - en, et, man, af en
Τυχαίες λέξεις
Έμφαση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges
Μεταφράσεις: eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges