Αιτιολογώ στα δανικά
Μετάφραση: αιτιολογώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιολογώ
αξιολογώ συνώνυμα, αξιολογώ αγγλικά, αξιολογώ λεξικό, αιτιολογώ λεξικό γλώσσας δανικά, αιτιολογώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αιτιατική στα δανικά - akkusativ, akk., akkusativen, akk
- αιτιολογία στα δανικά - anledning, årsag, fornuft, bevæggrund, grund, ræsonnement, begrundelse, ...
- αιτούμαι στα δανικά - benytte, bruge, anmoder hermed om, anmoder hermed, ansøger hermed, ansøger hermed om, anmoder hermed om at
- αιτώ στα δανικά - vil gerne anmode, vil gerne anmode om, gerne vil anmode, gerne vil anmode om, vil anmode om
Τυχαίες λέξεις
Αιτιολογώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering
Μεταφράσεις: rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering