Αιτιολογώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: αιτιολογώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιολογώ
αξιολογώ συνώνυμα, αξιολογώ αγγλικά, αξιολογώ λεξικό, αιτιολογώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αιτιολογώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αιτιατική στα φινλανδικά - akkusatiivi, accusative, akkusatiivin, akkusatiivissa, akkusatiivia
- αιτιολογία στα φινλανδικά - syy, oikeutus, ymmärrys, perustelu, tolkku, vanhurskauttaminen, peruste, ...
- αιτούμαι στα φινλανδικά - käyttää, panna, työllistää, sovelluttaa, käytellä, hinkua, täten, ...
- αιτώ στα φινλανδικά - vaatia, haluat pyytää, pyydän saada, ja haluat tilata
Τυχαίες λέξεις
Αιτιολογώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää
Μεταφράσεις: puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää