Αμπάρι στα δανικά

Μετάφραση: αμπάρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevare, holde, få, hold, holder, afholde, at holde
Αμπάρι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμπάρι

αμπάρι στα αγγλικά, αμπάρι πλοίου, αμπάρι λεξικό γλώσσας δανικά, αμπάρι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβή στα δανικά - belønning, belønne, dusør, vederlag, aflønning, løn, godtgørelse, ...
  • αμοιβαίος στα δανικά - fælles, gensidig, gensidige, den gensidige, indbyrdes
  • αμπέλι στα δανικά - vingård, vingården, vinmark, vingårdens, vinbrug
  • αμυγδαλή στα δανικά - amygdala, amygdalaen
Τυχαίες λέξεις
Αμπάρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bevare, holde, få, hold, holder, afholde, at holde