Αμπάρι στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμπάρι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikyti, rankena, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμπάρι
αμπάρι στα αγγλικά, αμπάρι πλοίου, αμπάρι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμπάρι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμοιβή στα λιθουανικά - atlyginimas, atpildas, atlygis, atlyginimo, užmokestis, darbo užmokestis
- αμοιβαίος στα λιθουανικά - abipusis, bendras, tarpusavio, abipusio, savitarpio, abipusį
- αμπέλι στα λιθουανικά - vynuogynas, vynuogynų, vynuogyno, vineyard, vynuogyną
- αμυγδαλή στα λιθουανικά - Migdolinis kūnas, amygdala, migdoliniame kūne
Τυχαίες λέξεις
Αμπάρι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laikyti, rankena, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
Μεταφράσεις: laikyti, rankena, turėti, surengti, eiti, išlaikyti