Αναβιώνω στα δανικά

Μετάφραση: αναβιώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
genoplive, at genoplive, puste nyt liv, genoptage, genskabe
Αναβιώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβιώνω

αναλώνω λεξικο, αναβιώνω ορισμός, αναβιώνω συνώνυμα, αναλύω συνώνυμα, αναβιώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αναβιώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναβίωση στα δανικά - genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving
  • αναβαθμίζω στα δανικά - opgradering, opgraderingen, opgradere, opgradering af
  • αναβλύζω στα δανικά - godt, brønd, vel, Gush, vælde, strømme, Gush spille live, ...
  • αναβολή στα δανικά - udsættelse, udskydelse, udsættelsen, udsætte, udsat
Τυχαίες λέξεις
Αναβιώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: genoplive, at genoplive, puste nyt liv, genoptage, genskabe