Αναβιώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: αναβιώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oživit, oživiti, obuditi, oživitev, oživili, oživeti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβιώνω
αναλώνω λεξικο, αναβιώνω ορισμός, αναβιώνω συνώνυμα, αναλύω συνώνυμα, αναβιώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αναβιώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αναβίωση στα σλοβενικά - revival, oživitev, oživljanje, preporod, obujanje
- αναβαθμίζω στα σλοβενικά - opravit, nadgradnja, nadgradnjo, nadgraditi, posodobitev, nadgradnje
- αναβλύζω στα σλοβενικά - no, Vrni, Kuljati, Izbijati
- αναβολή στα σλοβενικά - preložitev, odlog, odložitev, podaljšanje roka, odlaganje
Τυχαίες λέξεις
Αναβιώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: oživit, oživiti, obuditi, oživitev, oživili, oživeti
Μεταφράσεις: oživit, oživiti, obuditi, oživitev, oživili, oživeti