Αναβιώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναβιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurlífga, að endurlífga, lífga, endurvekja, endurnýja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβιώνω
αναλώνω λεξικο, αναβιώνω ορισμός, αναβιώνω συνώνυμα, αναλύω συνώνυμα, αναβιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναβιώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναβίωση στα ισλανδικά - vakning, endurvakningu, endurlífgun, að vakning
- αναβαθμίζω στα ισλανδικά - uppfærsla, uppfæra, uppfærslu
- αναβλύζω στα ισλανδικά - jæja, frískur, heilsugóður, gjósa, vel, gush
- αναβολή στα ισλανδικά - frestun, fresta, frestunin, frests, að seinka
Τυχαίες λέξεις
Αναβιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurlífga, að endurlífga, lífga, endurvekja, endurnýja
Μεταφράσεις: endurlífga, að endurlífga, lífga, endurvekja, endurnýja