Αναμφίβολος στα δανικά

Μετάφραση: αναμφίβολος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
utvivlsomme, uomtvistelige, utvivlsomt, helt sikker, utvivlsom
Αναμφίβολος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμφίβολος

αμφίβολος αγγλικά, αναμφίβολος λεξικό γλώσσας δανικά, αναμφίβολος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναμνηστικό στα δανικά - souvenir, souvenirs, minde
  • αναμονή στα δανικά - venter, vente, venter på, ventede, at vente
  • αναμφισβήτητα στα δανικά - ubestrideligt, uomtvisteligt, tvivl, ubestridt, utvivlsomt
  • αναμόρφωση στα δανικά - reformation, reformationen, gendannelse, gendannelse af, Reformationens
Τυχαίες λέξεις
Αναμφίβολος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: utvivlsomme, uomtvistelige, utvivlsomt, helt sikker, utvivlsom