Απειρία στα δανικά

Μετάφραση: απειρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uerfarenhed, manglende erfaring, erfaring, mangel på erfaring, uerfaren
Απειρία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απειρία

απειρία συνωνυμα, απειρία λεξικό γλώσσας δανικά, απειρία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απειλητικός στα δανικά - truende, truer, der truer, livstruende
  • απειλώ στα δανικά - true, Hector, Hektor, af Hector, Hectors
  • απελαύνω στα δανικά - bortvise, udvise, uddrive, udvisning, udsende
  • απελευθερώνω στα δανικά - befri, frigøre, frigive, frigør, at befri
Τυχαίες λέξεις
Απειρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uerfarenhed, manglende erfaring, erfaring, mangel på erfaring, uerfaren