Απειρία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απειρία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inexperiência, a inexperiência, inexperience, imperícia, falta de experiência
Απειρία στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απειρία

απειρία συνωνυμα, απειρία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απειρία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απειλητικός στα πορτογαλικά - ameaçador, ameaçadora, ameaça, com risco, threatening
  • απειλώ στα πορτογαλικά - arremesso, ameace, ameaça, hector, Heitor, Héctor, de Hector
  • απελαύνω στα πορτογαλικά - expelir, despovoar, deportar, expedição, expulsar, expulsá, expulsar os
  • απελευθερώνω στα πορτογαλικά - emancipar, emanar, libertar, liberar, libertar a, libertar o, libertá
Τυχαίες λέξεις
Απειρία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inexperiência, a inexperiência, inexperience, imperícia, falta de experiência