Αποβολή στα δανικά

Μετάφραση: αποβολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Αποβολή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβολή

αποβολή από τη νομή, αποβολή στον 1ο μήνα, αποβολή από το μίσθιο, αποβολή εταίρου, αποβολή στο ντιτρόιτ, αποβολή λεξικό γλώσσας δανικά, αποβολή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποβλέπω στα δανικά - sigte, hensigt, mål, målsætninger, formål, målene
  • αποβλακώνω στα δανικά - bedøve, at bedøve
  • απογοήτευση στα δανικά - skuffelse, skuffelser
  • απογοητεύω στα δανικά - skuffe, udnyttet, skuffer, skuffede
Τυχαίες λέξεις
Αποβολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: abort, aborter, svangerskabsafbrydelse