Αποβολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποβολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
псування, продування, виключення, прорахунки, вигнання, продувка, аборт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβολή
αποβολή από τη νομή, αποβολή στον 1ο μήνα, αποβολή από το μίσθιο, αποβολή εταίρου, αποβολή στο ντιτρόιτ, αποβολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποβολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποβλέπω στα ουκρανικά - спрямувати, спрямовувати, ціль, мета, намір, мети, цілі, ...
- αποβλακώνω στα ουκρανικά - дивуйте, дивувати, Stupefy
- απογοήτευση στα ουκρανικά - неприємність, прикрощі, розчарування, прикрість, зневіра
- απογοητεύω στα ουκρανικά - розчарувати, розчаруйте, розстройте, розчаровувати, дурити, засмучувати
Τυχαίες λέξεις
Αποβολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: псування, продування, виключення, прорахунки, вигнання, продувка, аборт
Μεταφράσεις: псування, продування, виключення, прорахунки, вигнання, продувка, аборт