Αράζω στα δανικά

Μετάφραση: αράζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hede, Moor, mose, heden, mosen
Αράζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αράζω

αράζω english, αγοράζω συνώνυμα, αράζω λεξικό γλώσσας δανικά, αράζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απών στα δανικά - fraværende, stede, til stede, mangler, fravær
  • απώτατος στα δανικά - længst, fjerneste, længst borte, længst væk, fjernest
  • αράχνη στα δανικά - edderkop, spider, edderkoppen, edderkopper
  • αρένα στα δανικά - kampplads, arena, Arenaen, scene, Stadion
Τυχαίες λέξεις
Αράζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hede, Moor, mose, heden, mosen