Αράζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αράζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doca, prescindir, charneca, pântano, amarre, mouro, moor
Αράζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αράζω

αράζω english, αγοράζω συνώνυμα, αράζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αράζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απών στα πορτογαλικά - ausente, ausentes, ausência, ausência de, inexistente
  • απώτατος στα πορτογαλικά - o mais distante, mais distante, mais afastado, mais longe, distante
  • αράχνη στα πορτογαλικά - esfera, animal, aranhas, aranha, de aranha, da aranha, aranha de
  • αρένα στα πορτογαλικά - etapa, liça, esfera, arena, estádio, fase, arena de, ...
Τυχαίες λέξεις
Αράζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: doca, prescindir, charneca, pântano, amarre, mouro, moor