Αράζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αράζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dok, pier, Moor, veen, aanmeren, hei, heide
Αράζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αράζω

αράζω english, αγοράζω συνώνυμα, αράζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αράζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απών στα ολλανδικά - afwezig, absent, verstrooid, uitstedig, afwezig is, afwezige, afwezigheid, ...
  • απώτατος στα ολλανδικά - definitief, verst, verste, het verst, uiterste, meest verste
  • αράχνη στα ολλανδικά - spin, spinnen, spider, de Spin, spin van
  • αρένα στα ολλανδικά - krijt, sportpark, stadion, gebied, kampplaats, piste, kloot, ...
Τυχαίες λέξεις
Αράζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dok, pier, Moor, veen, aanmeren, hei, heide