Αρπακτικότητα στα δανικά
Μετάφραση: αρπακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grådighed, griskhed, griske, Rov, griske handlemåder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπακτικότητα
αρπακτικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, αρπακτικότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρπαγή στα δανικά - beslaglæggelse, anfald, beslaglæggelsen, krampeanfald, udlæg
- αρπακτικός στα δανικά - raptorial
- αρραβώνες στα δανικά - slag, kamp, engagement, indgreb, indsats, inddragelse, deltagelse
- αρρώστια στα δανικά - sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
Τυχαίες λέξεις
Αρπακτικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grådighed, griskhed, griske, Rov, griske handlemåder
Μεταφράσεις: grådighed, griskhed, griske, Rov, griske handlemåder