Ασάφεια στα δανικά
Μετάφραση: ασάφεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vage, uklarhed, upræcise, vaghed, uklare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασάφεια
γεωμετρική ασάφεια, εποικοδομητική ασάφεια, ασάφεια συνώνυμο, ασάφεια english, ασάφεια ορισμός, ασάφεια λεξικό γλώσσας δανικά, ασάφεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρωγή στα δανικά - hjælpemiddel, bistand, hjælpe, hjælp, bidrage, hjælper, at hjælpe
- αρωματικός στα δανικά - aromatisk, aromatiske
- ασέβεια στα δανικά - respektløshed, uærbødighed, irreverence, ærbødighed, forhånelse
- ασήμαντος στα δανικά - mindreårig, ubetydelig, ubetydelige, ubetydeligt, uvæsentlig, uden betydning
Τυχαίες λέξεις
Ασάφεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vage, uklarhed, upræcise, vaghed, uklare
Μεταφράσεις: vage, uklarhed, upræcise, vaghed, uklare