Ασάφεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: ασάφεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vagueness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασάφεια
γεωμετρική ασάφεια, εποικοδομητική ασάφεια, ασάφεια συνώνυμο, ασάφεια english, ασάφεια ορισμός, ασάφεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασάφεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αρωγή στα ισλανδικά - hjálp, huggun, fylgi, gagn, aðstoð, hjálpa, hjálpað, ...
- αρωματικός στα ισλανδικά - arómatísk, arómatískur, arómatískt, arómatískum, arómatískan
- ασέβεια στα ισλανδικά - irreverence
- ασήμαντος στα ισλανδικά - minniháttar, óveruleg, óverulegt, óverulegur, óverulegar, talin óveruleg
Τυχαίες λέξεις
Ασάφεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vagueness
Μεταφράσεις: vagueness