Ασάφεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασάφεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaagheid, onduidelijkheid, vage, vaag, onduidelijkheden
Ασάφεια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασάφεια

γεωμετρική ασάφεια, εποικοδομητική ασάφεια, ασάφεια συνώνυμο, ασάφεια english, ασάφεια ορισμός, ασάφεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασάφεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρωγή στα ολλανδικά - assistent, baten, erfdienstbaarheid, ondersteuning, assistentie, toeverlaat, heul, ...
  • αρωματικός στα ολλανδικά - aromatisch, geurig, aromatische
  • ασέβεια στα ολλανδικά - oneerbiedigheid, gebrek aan eerbied, eerbied, oneerbiedig, irreverence
  • ασήμαντος στα ολλανδικά - kleiner, luttel, klein, gering, onbeduidend, luizig, kind, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασάφεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaagheid, onduidelijkheid, vage, vaag, onduidelijkheden