Ατύχημα στα δανικά

Μετάφραση: ατύχημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulykkestilfælde, ulykke, uheld, ulykken, ulykker, et uheld
Ατύχημα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατύχημα

ατύχημα ήλιος, ατύχημα αττική οδός, ατύχημα στην τουρκία, ατύχημα ελληνικό, ατύχημα σήμερα, ατύχημα λεξικό γλώσσας δανικά, ατύχημα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ατυχία στα δανικά - lidelse, ulykke, uheldige, uheldig, så uheldige, uheld
  • ατόφιος στα δανικά - ren, nøjagtigt ligesom, præcis som, nøjagtigt som, nøjagtig som, præcis ligesom
  • αυγή στα δανικά - daggry, dawn, begyndelsen, indgangen, solopgang
  • αυγό στα δανικά - æg, ægget, æggeblomme, egg
Τυχαίες λέξεις
Ατύχημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ulykkestilfælde, ulykke, uheld, ulykken, ulykker, et uheld