Ατύχημα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ατύχημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeval, ongeluk, ongevallen, accident, toeval
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατύχημα
ατύχημα ήλιος, ατύχημα αττική οδός, ατύχημα στην τουρκία, ατύχημα ελληνικό, ατύχημα σήμερα, ατύχημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατύχημα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατυχία στα ολλανδικά - ellende, nood, lijden, ongeluk, tegenslag, pech, tegenspoed, ...
- ατόφιος στα ολλανδικά - zindelijk, louter, zuiver, puur, helder, onvermengd, rein, ...
- αυγή στα ολλανδικά - morgenrood, aurora, ochtendgloren, dageraad, morgenlicht, aanbreken, zonsopgang, ...
- αυγό στα ολλανδικά - ei, eicel, eieren, egg, eitje
Τυχαίες λέξεις
Ατύχημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongeval, ongeluk, ongevallen, accident, toeval
Μεταφράσεις: ongeval, ongeluk, ongevallen, accident, toeval