Βάφω στα δανικά
Μετάφραση: βάφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
farvestof, kulør, maling, farve, male, maler, at male, tegner
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάφω
βάφω έπιπλα, βάφω το σπίτι, βάφω γλάστρες, βάφω αυγά με παντζάρια, βάφω το σπίτι μου, βάφω λεξικό γλώσσας δανικά, βάφω στα δανικά
Μεταφράσεις
- βάτος στα δανικά - Bramble, Tornebusken, brombærbusk, brombær
- βάτραχος στα δανικά - frø, tudse, frog, frøen, frøer
- βέβαια στα δανικά - nok, selvfølgelig, naturligvis, jo, er naturligvis
- βέβαιος στα δανικά - sikker, sikker på, Sørg, sørge for
Τυχαίες λέξεις
Βάφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: farvestof, kulør, maling, farve, male, maler, at male, tegner
Μεταφράσεις: farvestof, kulør, maling, farve, male, maler, at male, tegner