Βάφω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βάφω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tinta, tintas, aposento, pintar, pintura, doloroso, moradia, cor, tintura, pincelar, pinte, pintá
Βάφω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάφω

βάφω έπιπλα, βάφω το σπίτι, βάφω γλάστρες, βάφω αυγά με παντζάρια, βάφω το σπίτι μου, βάφω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βάφω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βάτος στα πορτογαλικά - tamanho, patim, espinheiro, Sarça, Bramble, amora, da amora
  • βάτραχος στα πορτογαλικά - sapo, rãs, rã, sapos, vão, râ, frog, ...
  • βέβαια στα πορτογαλικά - certamente, claro, é claro, naturalmente
  • βέβαιος στα πορτογαλικά - certo, seguro, indubitável, com certeza, certamente, certeza
Τυχαίες λέξεις
Βάφω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tinta, tintas, aposento, pintar, pintura, doloroso, moradia, cor, tintura, pincelar, pinte, pintá