Βούτυρο στα δανικά
Μετάφραση: βούτυρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smør, smoer, smørret, smør med
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούτυρο
βούτυρο καριτέ αγορά, βούτυρο θερμίδες, βούτυρο καριτέ, βούτυρο κλαριφιέ, βούτυρο κακάο, βούτυρο λεξικό γλώσσας δανικά, βούτυρο στα δανικά
Μεταφράσεις
- βούληση στα δανικά - vilje, vil
- βούρτσα στα δανικά - børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
- βράγχιο στα δανικά - gælle, Gill, hildingsgarn, for hildingsgarn
- βράδι στα δανικά - aften, aftenen, i aften, om aftenen
Τυχαίες λέξεις
Βούτυρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smør, smoer, smørret, smør med
Μεταφράσεις: smør, smoer, smørret, smør med