Γνωμικό στα δανικά
Μετάφραση: γνωμικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
maksime, Maxim, leveregel, grundsætning, maksimen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γνωμικό
γνωμικό αλήθεια, γνωμικό ημέρας, γνωμικό φιλία, γνωμικό για τη φιλία, γνωμικό για την αχαριστία, γνωμικό λεξικό γλώσσας δανικά, γνωμικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- γνησιότητα στα δανικά - ægthed, ægtheden, autenticitet, er ægte, autenticiteten
- γνωμάτευση στα δανικά - mening, udtalelse, holdning skrevet, skrevet, opfattelse
- γνωρίζω στα δανικά - vide, præsentere, kende, kender, ved
- γνωριμία στα δανικά - bekendt, bekendtskab, kendskab, bekendte
Τυχαίες λέξεις
Γνωμικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: maksime, Maxim, leveregel, grundsætning, maksimen
Μεταφράσεις: maksime, Maxim, leveregel, grundsætning, maksimen