Γνωμικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: γνωμικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zinspreuk, sententie, spreuk, spreekwoord, Maxim, stelregel, adagium, maxime
Γνωμικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνωμικό

γνωμικό αλήθεια, γνωμικό ημέρας, γνωμικό φιλία, γνωμικό για τη φιλία, γνωμικό για την αχαριστία, γνωμικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γνωμικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γνησιότητα στα ολλανδικά - echtheid, authenticiteit, de authenticiteit, de echtheid, authentieke
  • γνωμάτευση στα ολλανδικά - effect, gedachte, zin, advies, mening, opinie, belichting, ...
  • γνωρίζω στα ολλανδικά - uitvoeren, invoeren, presenteren, steken, indienen, aanbieden, binnenleiden, ...
  • γνωριμία στα ολλανδικά - bekende, bekendheid, kennis, kunde, relatie, kennismaking, van kennismaking, ...
Τυχαίες λέξεις
Γνωμικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zinspreuk, sententie, spreuk, spreekwoord, Maxim, stelregel, adagium, maxime