Γνωμικό στα σουηδικά
Μετάφραση: γνωμικό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordspråk, säger, maxim, maximen, sentens, sentensen, grundsats
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γνωμικό
γνωμικό αλήθεια, γνωμικό ημέρας, γνωμικό φιλία, γνωμικό για τη φιλία, γνωμικό για την αχαριστία, γνωμικό λεξικό γλώσσας σουηδικά, γνωμικό στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- γνησιότητα στα σουηδικά - äkthet, autenticitet, äktheten, äkthets, äkta
- γνωμάτευση στα σουηδικά - uppfattning, tycke, tanke, mening, omdöme, åsikt, yttrande, ...
- γνωρίζω στα σουηδικά - känna, veta, vet, känner, vet att
- γνωριμία στα σουηδικά - kännedom, bekantskap, bekant, bekanta, bekantskapen
Τυχαίες λέξεις
Γνωμικό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ordspråk, säger, maxim, maximen, sentens, sentensen, grundsats
Μεταφράσεις: ordspråk, säger, maxim, maximen, sentens, sentensen, grundsats