Δέσμη στα δανικά

Μετάφραση: δέσμη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pakke, klynge, stråle, beam, bjælke, strålen, bjælken
Δέσμη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέσμη

δέσμη χαρτικά, δέσμη ενεργειών, δέσμη ιδεών γκάλι, δέσμη φωτονίων, δέσμη ακτίνων, δέσμη λεξικό γλώσσας δανικά, δέσμη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δέσιμο στα δανικά - binde, at binde, primære, binder, koblingssalg
  • δέσμευση στα δανικά - engagement, forpligtelse, tilsagn, tilsagn om, forpligtelser
  • δέσμιος στα δανικά - fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
  • δέχομαι στα δανικά - tage, modtage, godtage, acceptere, accepterer, modtager, at acceptere
Τυχαίες λέξεις
Δέσμη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pakke, klynge, stråle, beam, bjælke, strålen, bjælken