Δέσμη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δέσμη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grupo, pacote, viga, feixe, feixe de, raio, do feixe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δέσμη
δέσμη χαρτικά, δέσμη ενεργειών, δέσμη ιδεών γκάλι, δέσμη φωτονίων, δέσμη ακτίνων, δέσμη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δέσμη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δέσιμο στα πορτογαλικά - amarrando, amarração, amarrar, atar, subordinação
- δέσμευση στα πορτογαλικά - compromisso, empenho, comprometimento, empenhamento, o compromisso
- δέσμιος στα πορτογαλικά - prisioneiro, preso, cativo, cativeiro, cativa, em cativeiro, cativos
- δέχομαι στα πορτογαλικά - acatar, topar, admitir, aceitar, acolher, aceito, aceitam, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέσμη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: grupo, pacote, viga, feixe, feixe de, raio, do feixe
Μεταφράσεις: grupo, pacote, viga, feixe, feixe de, raio, do feixe