Δεσμός στα δανικά

Μετάφραση: δεσμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, obligationer, obligationen
Δεσμός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμός

δεσμός υδρογόνου στο νερό, δεσμός συνώνυμα, δεσμός θεσσαλονίκη, δεσμός συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις, δεσμός αμθ, δεσμός λεξικό γλώσσας δανικά, δεσμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμεύω στα δανικά - fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen
  • δεσμοφύλακας στα δανικά - fangevogter, Fangevogteren, fangevogterens, jailer, arrestforvareren
  • δεσποινίς στα δανικά - pige, frøken, mademoiselle, Frøken, til Mademoiselle
  • δεσποτικός στα δανικά - despot, tyran, mesterlige, mesterlig, mesterligt
Τυχαίες λέξεις
Δεσμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, obligationer, obligationen