Δεσμός στα ουκρανικά

Μετάφραση: δεσμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заняття, злуку, сутичка, діло, зв'язок, бона, пов'язувати, справу, пригода, подія, зв'язку, зв`язок
Δεσμός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμός

δεσμός υδρογόνου στο νερό, δεσμός συνώνυμα, δεσμός θεσσαλονίκη, δεσμός συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις, δεσμός αμθ, δεσμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δεσμός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμεύω στα ουκρανικά - учинити, затримувати, робити, зв'язувати, вчинити, зраджувати, оправити, ...
  • δεσμοφύλακας στα ουκρανικά - тюремник, Тюремнику, тюремщик, ключар, тюремника
  • δεσποινίς στα ουκρανικά - перекручує, мадемуазель, мадмуазель
  • δεσποτικός στα ουκρανικά - автократ, самодержець, деспотичний, імперіалістичний, деспот, владний, владна, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заняття, злуку, сутичка, діло, зв'язок, бона, пов'язувати, справу, пригода, подія, зв'язку, зв`язок