Διακυβεύω στα δανικά
Μετάφραση: διακυβεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fare, held, risiko, tilfælde, spil, aktiepost, indsats, ejerandel, andel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακυβεύω
διακυβεύω συνώνυμο, διακυβεύω βικιλεξικο, διακυβεύω ετυμολογία, διακυβευω συνώνυμα, διακυβεύω ορισμός, διακυβεύω λεξικό γλώσσας δανικά, διακυβεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διακριτικός στα δανικά - karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne
- διακριτικότητα στα δανικά - diskretion, skøn, skønsbeføjelse, skoen
- διακυμαίνομαι στα δανικά - område, svinger, svinge, variere, udsving, varierer
- διακόπτης στα δανικά - kontakt, kontakten, switch, skifte, afbryderen
Τυχαίες λέξεις
Διακυβεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fare, held, risiko, tilfælde, spil, aktiepost, indsats, ejerandel, andel
Μεταφράσεις: fare, held, risiko, tilfælde, spil, aktiepost, indsats, ejerandel, andel