Διακυβεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: διακυβεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riskeerima, riskima, õnnemäng, oht, ohustama, osa, panus, kaalul, osaluse, osalus
Διακυβεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακυβεύω

διακυβεύω συνώνυμο, διακυβεύω βικιλεξικο, διακυβεύω ετυμολογία, διακυβευω συνώνυμα, διακυβεύω ορισμός, διακυβεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διακυβεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διακριτικός στα εσθονικά - diskreetne, mittepidev, eraldiseisev, tagasihoidlik, eriline, eristusvõime, eristav, ...
  • διακριτικότητα στα εσθονικά - taktitunne, valikuvabadus, diskreetsus, suva, kaalutlusõigus, kaalutlusõiguse, kaalutlusõigust, ...
  • διακυμαίνομαι στα εσθονικά - elektripliit, reastama, vahemik, kõikuma, kõikuda, kõiguvad, kõigub, ...
  • διακόπτης στα εσθονικά - pöörang, süttimine, lülitama, lüliti, lülitit, switch, lülitiga, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακυβεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: riskeerima, riskima, õnnemäng, oht, ohustama, osa, panus, kaalul, osaluse, osalus