Διακυβεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: διακυβεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
riziko, şans, uzlaşma, tehlike, kumar, risk, kazık, bahis, hissesini, hissesi, bahis miktar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακυβεύω
διακυβεύω συνώνυμο, διακυβεύω βικιλεξικο, διακυβεύω ετυμολογία, διακυβευω συνώνυμα, διακυβεύω ορισμός, διακυβεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακυβεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διακριτικός στα τούρκικα - belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
- διακριτικότητα στα τούρκικα - takdir, takdirine, takdirine bağlı, takdir yetkisi, takdiri
- διακυμαίνομαι στα τούρκικα - menzil, fırın, alan, ocak, soba, erim, dalgalanma, ...
- διακόπτης στα τούρκικα - anahtar, şalter, ateşleme, anahtarı, düğmesi, şalteri, geçiş
Τυχαίες λέξεις
Διακυβεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: riziko, şans, uzlaşma, tehlike, kumar, risk, kazık, bahis, hissesini, hissesi, bahis miktar
Μεταφράσεις: riziko, şans, uzlaşma, tehlike, kumar, risk, kazık, bahis, hissesini, hissesi, bahis miktar