Διαλογίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: διαλογίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulere, spekulerer, at spekulere, spekulation
Διαλογίζομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαλογίζομαι

διαλογίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, διαλογίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαλαλώ στα δανικά - gjalde, blare, larmer
  • διαλανθάνω στα δανικά - strandede, strandet, strenget, strengede, snoet
  • διαλογισμός στα δανικά - fordybelse, kontemplation, overvejelse, Betragtningen, contemplation
  • διαλυτός στα δανικά - opløselig, opløseligt, opløselige
Τυχαίες λέξεις
Διαλογίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spekulere, spekulerer, at spekulere, spekulation