Διασπείρω στα δανικά
Μετάφραση: διασπείρω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strø, intersperse, flette
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασπείρω
διασπείρω συνώνυμο, διασπείρω λεξικό γλώσσας δανικά, διασπείρω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διασκορπίζω στα δανικά - strø, scatter, spredning, sprede, spredt
- διασπαθίζω στα δανικά - spildt, formøblet, forspildt, over styr, forspildte
- διασπορά στα δανικά - dispersion, spredning, dispersionen, dispergering, spredningen
- διασπώ στα δανικά - rive
Τυχαίες λέξεις
Διασπείρω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strø, intersperse, flette
Μεταφράσεις: strø, intersperse, flette