Εκτεταμένος στα δανικά
Μετάφραση: εκτεταμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
omfattende, lang, stor, store, en omfattende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτεταμένος
εκτεταμένος αλγόριθμος του ευκλείδη, εκτεταμένοσ έλεγχοσ τησ διεύθυνσησ ip κατά την συνεδρία, εκτεταμένος βικιλεξικο, εκτεταμένοσ συνώνυμα, εκτεταμένος συνώνυμο, εκτεταμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εκτεταμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκτελώ στα δανικά - udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, ...
- εκτεταμένα στα δανικά - udstrakt, ekstensivt, udførligt, vid udstrækning, udstrakt grad
- εκτιμητής στα δανικά - estimator, estimatoren, estimatorens
- εκτιμώ στα δανικά - vurdere, værdi, værdsætte, værdsætter, sætter pris, sætte pris, sætte pris på
Τυχαίες λέξεις
Εκτεταμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: omfattende, lang, stor, store, en omfattende
Μεταφράσεις: omfattende, lang, stor, store, en omfattende