Εμπορεύματα στα δανικά
Μετάφραση: εμπορεύματα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
handle, varer, varerne, gods, goder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπορεύματα
εμπορεύματα στοκ, εμπορεύματα τρίτων στις αποθήκες μας, εμπορεύματα σε παρακαταθήκη, επικίνδυνα εμπορεύματα, εμπορεύματα ενεχυριασμένα, εμπορεύματα λεξικό γλώσσας δανικά, εμπορεύματα στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμποδίζω στα δανικά - hindre, forhindre, bar, stunt
- εμποδισμός στα δανικά - blokering, blokere, at blokere, blokerer, blokerende
- εμπορικός στα δανικά - kommercielle, kommerciel, kommercielt, erhvervsmæssig, handelspolitik
- εμποτίζω στα δανικά - ingrain
Τυχαίες λέξεις
Εμπορεύματα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: handle, varer, varerne, gods, goder
Μεταφράσεις: handle, varer, varerne, gods, goder