Εμπορεύματα στα τούρκικα

Μετάφραση: εμπορεύματα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mal, ürünleri, mallar, eşya, malları
Εμπορεύματα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπορεύματα

εμπορεύματα στοκ, εμπορεύματα τρίτων στις αποθήκες μας, εμπορεύματα σε παρακαταθήκη, επικίνδυνα εμπορεύματα, εμπορεύματα ενεχυριασμένα, εμπορεύματα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπορεύματα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εμποδίζω στα τούρκικα - engellemek, önlemek, hüner, Stunt, dublör, akrobasi, akrobatik
  • εμποδισμός στα τούρκικα - bloke etme, engelleme, bloke, bloke edici, blokaj
  • εμπορικός στα τούρκικα - ticari, ticaret, ticari bir
  • εμποτίζω στα τούρκικα - ıslanmak, kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
Τυχαίες λέξεις
Εμπορεύματα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: mal, ürünleri, mallar, eşya, malları