Εμπορεύματα στα ολλανδικά

Μετάφραση: εμπορεύματα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waar, handelswaar, koopwaar, waren, goederen, producten, de goederen, zaken
Εμπορεύματα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπορεύματα

εμπορεύματα στοκ, εμπορεύματα τρίτων στις αποθήκες μας, εμπορεύματα σε παρακαταθήκη, επικίνδυνα εμπορεύματα, εμπορεύματα ενεχυριασμένα, εμπορεύματα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμπορεύματα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμποδίζω στα ολλανδικά - scheidsmuur, afdammen, versperring, voorkomen, afsluiten, barrière, belemmeren, ...
  • εμποδισμός στα ολλανδικά - blokkeren, blokkerende, het blokkeren, het blokkeren van, blokkeren van
  • εμπορικός στα ολλανδικά - commercieel, handels-, commerciële, de commerciële, handel
  • εμποτίζω στα ολλανδικά - weken, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
Τυχαίες λέξεις
Εμπορεύματα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waar, handelswaar, koopwaar, waren, goederen, producten, de goederen, zaken