Εξάρτηση στα δανικά
Μετάφραση: εξάρτηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάρτηση
εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση στίχοι, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση λεξικό γλώσσας δανικά, εξάρτηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξάρθρωση στα δανικά - dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro
- εξάρτημα στα δανικά - del, komponent, bestanddel, element, komponenten
- εξάρτηση στα δανικά - afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig
- εξάτμιση στα δανικά - fordampning, inddampning, afdampning, fordampningen
- εξάχνωση στα δανικά - sublimere, sublimerer, at sublimere, sublimatet
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig
Μεταφράσεις: afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig