Εξάρτηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξάρτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afhankelijkheid, afhankelijk, de afhankelijkheid, afhankelijkheid van, de afhankelijkheid van
Εξάρτηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρτηση

εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση στίχοι, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξάρτηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξάρθρωση στα ολλανδικά - ontwrichting, dislocatie, verplaatsing, luxatie, dislocaties
  • εξάρτημα στα ολλανδικά - onderdeel, bestanddeel, part, beginsel, portie, stuk, gedeelte, ...
  • εξάρτηση στα ολλανδικά - afhankelijkheid, afhankelijk, de afhankelijkheid, afhankelijkheid van, de afhankelijkheid van
  • εξάτμιση στα ολλανδικά - uitlaat, uitputten, verdamping, verdampen, afdampen, de verdamping, indampen
  • εξάχνωση στα ολλανδικά - sublimeren, te sublimeren, sublimeert, sublimaat
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afhankelijkheid, afhankelijk, de afhankelijkheid, afhankelijkheid van, de afhankelijkheid van