Εξάρτηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: εξάρτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάρτηση
εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση στίχοι, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξάρτηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εξάρθρωση στα ουκρανικά - переміщення, неполадка, порушення, розлад, нелад, вивих, звих
- εξάρτημα στα ουκρανικά - складовий, компонент, компонентів
- εξάρτηση στα ουκρανικά - довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
- εξάτμιση στα ουκρανικά - вичерпати, вихлоп, вичерпувати, загущення, вихлопний, випаровування, випарювання, ...
- εξάχνωση στα ουκρανικά - сублімація, очищення, сублімувати
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
Μεταφράσεις: довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія