Εξάρτηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: εξάρτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
függőség, függés, függősége, függését, függőségét
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάρτηση
εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση στίχοι, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξάρτηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εξάρθρωση στα ουγγρικά - kificamodás, kizökkenés, eltolódás, zavar, diszlokáció, ficam, diszlokációval
- εξάρτημα στα ουγγρικά - komponens, alkotóelem, összetevő, komponenst, összetevője, komponense
- εξάρτηση στα ουγγρικά - függőség, függés, függősége, függését, függőségét
- εξάτμιση στα ουγγρικά - párolgás, elpárologtatás, bepárlás, fáradt, elpárolgás, bepárlással, párolgási, ...
- εξάχνωση στα ουγγρικά - nemesítés, szublimálás, szublimál, szublimálni, szublimálja, szublimálnak, szublimáljon
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: függőség, függés, függősége, függését, függőségét
Μεταφράσεις: függőség, függés, függősége, függését, függőségét