Εξαλείφω στα δανικά
Μετάφραση: εξαλείφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udslette, udviske, viske, Udslet, udsletter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαλείφω
εξαλείφω κλιση, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω english, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω αγγλικα, εξαλείφω λεξικό γλώσσας δανικά, εξαλείφω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξακοντίζω στα δανικά - skyde, optage, skyder, at skyde, skyd
- εξακριβώνω στα δανικά - fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes
- εξαναγκάζω στα δανικά - kraft, styrke, tvinge, konstruere, producere, voldsomhed, planere, ...
- εξαναγκασμός στα δανικά - tvang, tvangsmidler, tvangsforanstaltninger
Τυχαίες λέξεις
Εξαλείφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udslette, udviske, viske, Udslet, udsletter
Μεταφράσεις: udslette, udviske, viske, Udslet, udsletter