Εξαλείφω στα τούρκικα
Μετάφραση: εξαλείφω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silmek, unutturmak, unutturur, efface, yok etmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαλείφω
εξαλείφω κλιση, εξαλείφω συνώνυμο, εξαλείφω english, εξαλείφω αρχαια, εξαλείφω αγγλικα, εξαλείφω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξαλείφω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εξακοντίζω στα τούρκικα - sürgün, ateş, çekim, çekmek, vurmaya
- εξακριβώνω στα τούρκικα - anlamak, olunmalıdır, emin olunmalıdır, öğrenmek
- εξαναγκάζω στα τούρκικα - ulaşmak, zorlamak, uzatmak, itmek, tesir, erişmek, yaratmak, ...
- εξαναγκασμός στα τούρκικα - cebir, sınırlama, zorlama, baskı, coercion, zorlanmasını, zorlamaya
Τυχαίες λέξεις
Εξαλείφω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: silmek, unutturmak, unutturur, efface, yok etmek
Μεταφράσεις: silmek, unutturmak, unutturur, efface, yok etmek